- ασάλευτος
- η , ο [ος , ον ]1) неподвижный, недвижимый; не шевелящийся; 2) стойкий, непоколебимый; 3) спокойный, тихий (о море)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσάλευτος — unmoved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασάλευτος — η, ο (AM ἀσάλευτος, ον) 1. αυτός που δεν κινείται, ο ακλόνητος 2. (για τη θάλασσα) ακίνητη, γαλήνια 3. μτφ. ο σταθερός, ο αδιατάρακτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί ή να μεταβληθεί … Dictionary of Greek
ασάλευτος — η, ο επίρρ. α 1. ακίνητος, ακύμαντος: Η θάλασσα σήμερα είναι εντελώς ασάλευτη. 2. ακλόνητος, σταθερός: Το ζώο ασάλευτο τον κοίταζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσαλεύτως — ἀσάλευτος unmoved adverbial ἀσάλευτος unmoved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάλευτον — ἀσάλευτος unmoved masc/fem acc sg ἀσάλευτος unmoved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαλεύτοις — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαλεύτου — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαλεύτους — ἀσάλευτος unmoved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαλεύτων — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαλεύτῳ — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάλευτα — ἀσάλευτος unmoved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)